παραρρίπτω

παραρρίπτω
παραρρίπτω, later [suff] παρα-έω LXX Ps.83(84).10, Alciphr.3.51, and in late Poets [full] παρᾰρίπτω, AP9.174,441 (both Pall.) :—
A throw, cast : metaph., run the risk of doing a thing, c. part.,

π. λαμβάνων ὀνείδη S.OT1493

codd.
2 c. acc. rei, hazard,

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν ἐμπολὰς μακράς Id.Fr.555.5

; π. σώματα τοῖς κινδύνοις expose them . . ,
D.S.13.79.
II throw down or aside,

ὀστέα καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες Alciphr.

l.c., cf. AP6.74 (Agath.) :—more freq. in [voice] Pass.,

παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ θεοῦ LXX Ps.83(84).10

;

τῆς θυγατρὸς παρερριμμένης J.AJ 19.2.4

, cf. Jul.Or.7.229c, AP9.174,441 (both Pall.).
2 utter, in [voice] Pass., οὐ μάτην αὐτῷ παρέρριπται τὸ εἰπεῖν Sch.Pi.P.1.3. admit,

τινὰ ἐπὶ ἱερατείαν LXX 1

Ki.2.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραρρίπτω — ΝΑ, παραρριπτῶ, έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ νεοελλ. 1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και τό έκανες λύσσα») 2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • παραρρῖψαι — παραρρίπτω throw aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρῖψαι — παραρρίπτω throw aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρερρῖφθαι — παραρρίπτω throw perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίπτει — παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres imperat act 2nd sg (attic epic) παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres ind act 3rd sg παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίπτῃ — παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj mp 2nd sg παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίψει — παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw aor subj act 3rd sg (epic) παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw fut ind mid 2nd sg παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρίπτῃ — παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj mp 2nd sg παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρερρίφη — παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw plup ind act 3rd sg (doric aeolic) παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw plup ind act 1st sg παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραριπτόμενον — παραρῑπτόμενον , παραρρίπτω throw pres part mp masc acc sg παραρῑπτόμενον , παραρρίπτω throw pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρριπτεῖ — παραρρῑπτεῖ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) παραρρῑπτεῖ , παραρρίπτω throw pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”